- χειμωνοτύπος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει κάτι με σφοδρότητα («λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμών, -ῶνος + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο-τύπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειμωνοτύπῳ — χειμώνοτυπος masc/fem/neut dat sg χειμωνοτύπος buffeting stormily masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμωνοτύπωι — χειμωνοτύπῳ , χειμώνοτυπος masc/fem/neut dat sg χειμωνοτύπῳ , χειμωνοτύπος buffeting stormily masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)